tantamount
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- ισοδυναμώ με, το να είμαι ισοδύναμος
- ⮡ His resignation is tantamount to political suicide.
- Η παραίτησή του ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία.
- ⮡ His resignation is tantamount to political suicide.