tentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tentation (fr)

  • ο πειρασμός
    ...et ne nous soumets pas à la tentation... : ...και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν...

Συγγενικά

[επεξεργασία]