teoretyczny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
teoretyczny (pl) < teoria (pl)
Επίθετο[επεξεργασία]
teoretyczny (pl)
- που έχει σχέση, που αναφέρεται στη θεωρία, θεωρητικός