Μετάβαση στο περιεχόμενο

thirty

Από Βικιλεξικό

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

thirty (en)

  1. τριάντα
  2. και μισή, για ώρα
      Can you come at ten thirty tomorrow?
    Μπορείς να έρθεις στις δέκα και μισή αύριο;