ticklish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ticklish (el)
- που γαργαλιέται εύκολα, που γελάει ή χαχανίζει, όταν τον γαργαλάς, γαργαλιάρης
ticklish (el)