tordi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tordi < tord- + -i
ρήμα tordi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας tordas tordanta tordata
αόριστος tordis tordinta tordita
μέλλοντας tordos tordonta tordota
υποθετική tordus - -
προστακτική tordu - -

tordi (eo)