township

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

township (en)

  1. δήμος, οικισμός, περιοχή, πόλη με τα προάστιά της, κοινότητα, περιοχή υπό ειδικό καθεστώς κτλ. (αλλάζει η σημασία ανά χώρα)
  2. νεγρούπολη προ νοτιο-αφρικανικού απαρτχάιντ ή σύγχρονος οικισμός κερδοσκόπων εργολάβων