township
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
township (en)
- δήμος, οικισμός, περιοχή, πόλη με τα προάστιά της, κοινότητα, περιοχή υπό ειδικό καθεστώς κτλ. (αλλάζει η σημασία ανά χώρα)
- νεγρούπολη προ νοτιο-αφρικανικού απαρτχάιντ ή σύγχρονος οικισμός κερδοσκόπων εργολάβων