toy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]toy (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- παιδικός, που προορίζεται για χρήση ως παιχνίδι
- ⮡ remote-controlled toy cars - τηλεχειριζόμενα παιδικά αυτοκινητάκια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
toy | toys |
toy (en)
- το παιχνίδι
- ⮡ children’s toys - παιδικά παιχνίδια
Ρήμα
[επεξεργασία]toy (en)
- → δείτε το phrasal verb toy with