Μετάβαση στο περιεχόμενο

toy

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

toy (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • παιδικός, που προορίζεται για χρήση ως παιχνίδι
      remote-controlled toy cars - τηλεχειριζόμενα παιδικά αυτοκινητάκια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toy toys

toy (en)

  • το παιχνίδι
      children’s toys - παιδικά παιχνίδια

toy (en)

  •  δείτε το phrasal verb toy with

Παράγωγα

[επεξεργασία]