transiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα transiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | transiĝas | transiĝanta | transiĝata |
αόριστος | transiĝis | transiĝinta | transiĝita |
μέλλοντας | transiĝos | transiĝonta | transiĝota |
υποθετική | transiĝus | - | - |
προστακτική | transiĝu | - | - |
transiĝi (eo)