transitivo
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transitivo | transitivos |
θηλυκό | transitiva | transitivas |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- transitivo < λατινική transitivus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾansiˈtiβo/
Επίθετο
[επεξεργασία]transitivo (es) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- transitivo - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenario [23η έκδοση], 2014