Μετάβαση στο περιεχόμενο

transitivo

Από Βικιλεξικό
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό transitivo transitivos
θηλυκό transitiva transitivas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transitivo < λατινική transitivus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾansiˈtiβo/

Επίθετο

[επεξεργασία]

transitivo (es) αρσενικό