travojaĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

travojaĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα travojaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας travojaĝas travojaĝanta travojaĝata
αόριστος travojaĝis travojaĝinta travojaĝita
μέλλοντας travojaĝos travojaĝonta travojaĝota
υποθετική travojaĝus - -
προστακτική travojaĝu - -

travojaĝi (eo)

li travojaĝis Francion - διέσχισε τη Γαλλία ταξιδεύοντας