trempi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trempi < tremp- + -i
ρήμα trempi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας trempas trempanta trempata
αόριστος trempis trempinta trempita
μέλλοντας trempos tremponta trempota
υποθετική trempus - -
προστακτική trempu - -

trempi (eo)