triangulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]

ΔΦΣ : /tri.jɑ̃.gy.la.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

triangulation (fr) θηλυκό

La triangulation de cette région n'est pas achevée : ο τριγωνισμός αυτής της περιοχής δεν έχει ολοκληρωθεί.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

triangle