Μετάβαση στο περιεχόμενο

triangle

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
triangle triangles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

triangle (en)

  1. (γεωμετρία) το τρίγωνο
  2. (μουσικό όργανο) το τρίγωνο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
triangle triangles

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁi.jɑ̃nɡl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

triangle (en)

  1. (γεωμετρία) το τρίγωνο
  2. (μουσικό όργανο) το τρίγωνο
  3. ο αστερισμός:  δείτε τη λέξη Triangle

Συγγενικά

[επεξεργασία]