trinket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trinket (en)

  • μπιχλιμπίδι, μπιμπελό, ευτελές διακοσμητικό ή κόσμημα