tromp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tromp (en)
- βαρυπερπατώ, βαδίζω με βαρύ βήμα
- Συνώνυμα: trudge, περίφραση: walk heavily
- πατώ πάνω σε κάτι· (όχι ακριβώς: τσαλαπατώ)
- Συνώνυμα: tread on, stamp on