Μετάβαση στο περιεχόμενο

trousers

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trousers (en) μόνο στον πληθυντικό

  • παντελόνι
    a pair of trousers (παντελόνια, κυριολεκτικά: ένα ζευγάρι παντελονιών)