Μετάβαση στο περιεχόμενο

troviĝi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
troviĝi < trov(i) + -iĝ- + -i
ρήμα troviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας troviĝas troviĝanta troviĝata
αόριστος troviĝis troviĝinta troviĝita
μέλλοντας troviĝos troviĝonta troviĝota
υποθετική troviĝus - -
προστακτική troviĝu - -

troviĝi (eo)