troviĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα troviĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | troviĝas | troviĝanta | troviĝata |
αόριστος | troviĝis | troviĝinta | troviĝita |
μέλλοντας | troviĝos | troviĝonta | troviĝota |
υποθετική | troviĝus | - | - |
προστακτική | troviĝu | - | - |
troviĝi (eo)