truce
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
truce | truces |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]truce (en)
- η ανακωχή
- ⮡ I am calling a truce.
- Κάνω ανακωχή.
- ⮡ I am breaking/observing the truce.
- Παραβιάζω/Τηρώ την ανακωχή.
- ⮡ After the temporary truce, the government and the opposition resumed their fighting.
- Ύστερα από την προσωρινή ανακωχή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες.
- ⮡ I am calling a truce.