Μετάβαση στο περιεχόμενο

truce

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
truce truces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

truce (en)

  • η ανακωχή
      I am calling a truce.
    Κάνω ανακωχή.
      I am breaking/observing the truce.
    Παραβιάζω/Τηρώ την ανακωχή.
      After the temporary truce, the government and the opposition resumed their fighting.
    Ύστερα από την προσωρινή ανακωχή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες.