tryk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /trɨk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tryk (pl) αρσενικό