trzcina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trzcina (pl) θηλυκό
- (φυτό) η καλαμιά (φυτό)
- το καλάμι (στέλεχος του φυτού)
- ο καλαμιώνας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- w Szczebrzeszynie chrząszcz brzmi w trzcinie i Szczebrzeszyn z tego słynie: παραδοσιακός γλωσσοδέτης κυρίως για ξενόγλωσσους