turnkey

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

turnkey (en)

  • έτοιμος για χρήση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turnkey (en)