twang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επιφώνημα - Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (ηχομιμητική λέξη) που κάνει ήχο «τινγκ» από νύξη τεντωμένης χορδής ή λάστιχου
Παράγωγα
[επεξεργασία]- twangy (πχ. η κιθάρα [μοντέλο]: Telecaster της εταιρείας Fender, διότι κάνει ιδιαίτερο μεταλλικό ήχο)