umgekehrt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
umgekehrt (de)
- ανεστραμμένος, αντίθετος
- in umgekehrter Richtung - στην αντίθετη κατεύθυνση
umgekehrt (de)