unassuming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

unassuming (en)

  • μετριόφρων, μικρός στο μάτι (σε φαινομενική αξία ενώ μπορεί να αξίζει), μη εντυπωσιακός