uncertainty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
uncertainty | uncertainties |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]uncertainty (en)
- (μη μετρήσιμο) η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, η ιδιότητα του αβέβαιου
- ⮡ I have uncertainty about the future.
- Έχω αβεβαιότητα για το μέλλον.
- ⮡ The daily uncertainty about tomorrow is wearing us out mentally.
- Μας φθείρει ψυχικά η καθημερινή αβεβαιότητα για το αύριο.
- ⮡ Uncertainty about my future worries me.
- Η ανασφάλεια σχετικά με το μέλλον μου με ανησυχεί.
- ⮡ I have uncertainty about the future.
- ο κίνδυνος, η ανασφάλεια, κάτι για το οποίο δεν μπορώ να είμαι σίγουρος· μια κατάσταση που με κάνει να μην είμαι ή να αισθάνομαι σίγουρος
- ⮡ the uncertainties of a profession - οι κίνδυνοι ενός επαγγέλματος
- ⮡ The uncertainties we’re facing in our economy are many.
- Οι ανασφάλειες που αντιμετωπίζουμε στην οικονομία μας είναι πολλές.