uncovered
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]uncovered (en)
- ακάλυπτος, ξεσκέπαστος
- ⮡ The ditch was uncovered.
- Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
- ⮡ Don’t leave the pot uncovered.
- Μην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.
- ⮡ The ditch was uncovered.