uncovered

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncovered (en)

  • ακάλυπτος, ξεσκέπαστος
    ⮡  The ditch was uncovered.
    Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
    ⮡  Don’t leave the pot uncovered.
    Μην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.