Μετάβαση στο περιεχόμενο

uncovered

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
uncovered < un- + covered

Επίθετο

[επεξεργασία]

uncovered (en)

  • ακάλυπτος, ξεσκέπαστος
      The ditch was uncovered.
    Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
      Don’t leave the pot uncovered.
    Μην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

uncovered (en)