Μετάβαση στο περιεχόμενο

undefeated

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
undefeated < un- + defeated

Επίθετο

[επεξεργασία]

undefeated (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αήττητος, ανίκητος, που δεν έχει νικηθεί
    παράδειγμα  They crushed their, up until then, undefeated opponents.
    Κατατρόπωσαν τους ως τότε αήττητους αντιπάλους.
    παράδειγμα  He’s proud he is undefeated in chess.
    Υπερηφανεύεται ότι είναι ανίκητος στο σκάκι.
     συνώνυμα: unbeaten