unfledged

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(προσοχή, όχι unpledged)

Επίθετο

[επεξεργασία]

unfledged (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

(όχι ακριβώς) unfeathered: απούπουλος