uninvited

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uninvited < un- + invited

Επίθετο[επεξεργασία]

uninvited (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απρόσκλητος, ακάλεστος
    The fact that he showed up uninvited created a variety of reactions.
    Το γεγονός ότι παρουσιάστηκε απρόσκλητος δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις.

Πηγές[επεξεργασία]