unmöglich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]unmöglich (de)
Επίρρημα
[επεξεργασία]unmöglich (de)
- (είναι) αδύνατο(ν)
unmöglich (de)
unmöglich (de)