Μετάβαση στο περιεχόμενο

unnecessary

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός unnecessary
συγκριτικός more unnecessary
υπερθετικός most unnecessary

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unnecessary < un- + necessary

Επίθετο

[επεξεργασία]

unnecessary (en)

  • μη απαραίτητος, περιττός
      All this fuss is totally unnecessary.
    Όλη αυτή η φασαρία είναι απόλυτα μη απαραίτητη.
      You need to trim all the unnecessary growth off.
    Πρέπει να κλαδέψεις όλα τα περιττά βλαστάρια.