unopinionated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unopinionated < un- + opinionated
Επίθετο[επεξεργασία]
unopinionated (en)
- άγνωμος
- που δεν είναι ισχυρογνώμονας
unopinionated (en)