unprofitable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]unprofitable (en) < un + profit + able
Επίθετο
[επεξεργασία]unprofitable (en)
- ασύμφορος, μη κερδοφόρος, μη επικερδής
unprofitable (en) < un + profit + able
unprofitable (en)