unsecured
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unsecured (en) (χωρίς παραθετικά)
- ασιγούρευτος
- ↪ an unsecured building/house - ασιγούρευτο κτήμα/σπίτι