unsecured
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]unsecured (en) (χωρίς παραθετικά)
- ασιγούρευτος
- ⮡ an unsecured building/house - ασιγούρευτο κτήμα/σπίτι
unsecured (en) (χωρίς παραθετικά)