usher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
usher (en)
- αυτός που συνοδεύει κάποιον στη θέση του σε ένα θέατρο (ταξιθέτης), μια εκκλησία κλπ
- ένας κλητήρας-θυρωρός σε αίθουσα δικαστηρίου ή νομοθετικού σώματος