vacances
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacances (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- Je pars en vacances - Πάω διακοπές
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacances (ca)