vacances

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.kɑ̃s/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vacances (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Je pars en vacances - Πάω διακοπές



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vacances (ca)