veli
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Φινλανδικά
(fi)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
veli
(fi)
αρσενικό
ο
αδελφός
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
Παράρτημα:Οικογένεια (φινλανδικά)
Κατηγορίες
:
Φινλανδική γλώσσα
Ουσιαστικά (φινλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Hrvatski
Magyar
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
Bahasa Melayu
Nederlands
Polski
Português
Русский
Sängö
Svenska
Kiswahili
Tagalog
Türkçe
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú