verdwijnen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]verdwijnen (nl) (αόριστος : verdween, παθ. μτχ. : verdwenen)
verdwijnen (nl) (αόριστος : verdween, παθ. μτχ. : verdwenen)