verschieden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
verschieden (de)
- διαφορετικός
- ein verschidenes Geräusch - ένας διαφορετικός θόρυβος
- (στον πληθυντικό) διάφοροι
- ich sehe veschiedene Dinge - βλέπω διάφορα πράγματα
- μακαρίτης
- ihre verschidene Mutter - η μακαρίτισσα η μητέρα της