verschieden

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

verschieden (de)

  1. διαφορετικός
    ein verschidenes Geräusch - ένας διαφορετικός θόρυβος
  2. (στον πληθυντικό) διάφοροι
    ich sehe veschiedene Dinge - βλέπω διάφορα πράγματα
  3. μακαρίτης
    ihre verschidene Mutter - η μακαρίτισσα η μητέρα της