vespiri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vespiri < vespir- + -i
ρήμα vespiri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vespiras vespiranta vespirata
αόριστος vespiris vespirinta vespirita
μέλλοντας vespiros vespironta vespirota
υποθετική vespirus - -
προστακτική vespiru - -

vespiri (eo)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]