vieil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

vieil (fr)

  1. γέρος
    le vieil homme - ο γέρος άντρας


Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Γράφεται έτσι μπροστά από φωνήεν ή h aspiré. Μπροστά από σύμφωνο, καθώς και όταν ακολουθεί το ουσιαστικό, γράφεται vieux.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]