vieil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
vieil (fr)
- γέρος
- le vieil homme - ο γέρος άντρας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Γράφεται έτσι μπροστά από φωνήεν ή h aspiré. Μπροστά από σύμφωνο, καθώς και όταν ακολουθεί το ουσιαστικό, γράφεται vieux.