während

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Πρόθεση[επεξεργασία]

während (de) + γενική

  • κατά τη διάρκεια
    während des Filmes - κατά τη διάρκεια του φιλμ