węgierski
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
węgierski < Węgry
Επίθετο[επεξεργασία]
węgierski (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
węgierski (pl)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- όπως για όλες τις γλώσσες συναντάται κυρίως με τις μορφές:
- po węgiersku
- węgierskiego (γενική του επιθέτου)