warten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

warten (de) auf jdn. / etwas (παρατατικός: wartete, μετοχή παρακειμένου: gewartet)