warten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
warten (de) auf jdn. / etwas (παρατατικός: wartete, μετοχή παρακειμένου: gewartet)
- περιμένω
- ich warte auf dich! - σε περιμένω!