Μετάβαση στο περιεχόμενο

wealth

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /wɛlθ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wealth (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο πλούτος, μεγάλο χρηματικό ποσό, περιουσία κτλ. που κατέχει ένα πρόσωπο ή μια χώρα
      Large inequalities in wealth cause social unrest.
    Οι μεγάλες ανισότητες πλούτου προκαλούν κοινωνική αναταραχή.
  2. (μη μετρήσιμο) ο πλούτος, η κατάσταση του να είναι πλούσιος
      Good education often depends on wealth.
    Η καλή εκπαίδευση συχνά εξαρτάται από τον πλούτο.
      The new rich elite publicly flaunted their wealth.
    Η νέα πλούσια ελίτ επέδειξε δημόσια τον πλούτο της.
  3. (μόνο ενικός) ο πλούτος, μεγάλη ποσότητα από κάτι
      Nowadays we have a wealth of information.
    Σήμερα έχουμε πλούτο πληροφοριών.