weasel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- weasel < μέση αγγλική wesele
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
weasel (en)
- η νυφίτσα