Μετάβαση στο περιεχόμενο

whatsoever

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

whatsoever (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απολύτως
      He had no reason whatsoever for going.
    Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πάει.
      There is no doubt whatsoever about it.
    Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία γι' αυτό.