whatsoever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

whatsoever (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απολύτως
    He had no reason whatsoever for going.
    Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πάει.
    There is no doubt whatsoever about it.
    Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία γι' αυτό.

Πηγές[επεξεργασία]