Μετάβαση στο περιεχόμενο

winner

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
winner < win + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
winner winners

winner (en)

  • ο νικητήςνικήτρια
      Who is the winner of the competition?
    Ποια είναι η νικήτρια του διαγωνισμού;