Μετάβαση στο περιεχόμενο

wooden

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

wooden (en)

  • ξύλινος, που είναι φτιαγμένος από ξύλο
      The fire quickly consumed the wooden houses.
    Η φωτιά καταβρόχθισε γρήγορα τα ξύλινα σπίτια.